όναγρος

όναγρος
I
Ονομαζόταν και σκορπιός. Πολεμική μηχανή, είδος καταπέλτη. Οι αρχαίοι Έλληνες, τις μηχανές του είδους, τις ονόμαζαν αφετήρια. Ο ό. εκσφενδόνιζε πέτρες και ήταν ξύλινος με μηχανισμό κατάλληλο από τένοντες ζώων και σκοινιά, ώστε να λειτουργεί σαν πελώρια σφενδόνα. Οι πέτρες που έριχναν οι ό. μπορούσαν, όχι μόνο να σκοτώσουν άνθρωπο, αλλά και να κάνουν ζημιές στα τείχη μιας πόλης. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες είχαν δέκα ό. η καθεμιά.
II
(equus onager). Περισσοδάκτυλο ζώο της οικογένειας των ιππιδών. Ζει στη Συρία, στην Αραβία, στο Ιράν, στο Αφγανιστάν, στη Μογγολία και στην Ινδία. Τα χαρακτηριστικά του μοιάζουν με του γάιδαρου. Το σώμα του φτάνει σε ύψος περίπου το ένα μέτρο και καλύπτεται από άσπρο τρίχωμα, συνήθως με μαύρη ζώνη στη ράχη. Μερικοί κατατάσσουν τον ό. στα μουλάρια (διασταύρωση δύο ειδών: αλόγου και γάιδαρου).
* * *
ο (ΑΜ ὄναγρος)
νεοελλ.
ζωολ. λόγια ονομασία τού ασιατικού αγριογαϊδάρου, που, σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση, είναι γνωστός ως Equus hemionus και αντιπροσωπεύει το υποείδος αυτό, αλλ. περσικός όναγρος
αρχ.
1. άγριος όνος
2. ως κύριο όν. Ὄναγρος
τίτλος τού ελληνικού πρωτοτύπου τού έργου τού Πλαύτου Αsinaria.
3. είδος πολεμικής μηχανής με την οποία εκσφενδονίζονταν πέτρες ή άλλα βαριά βλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὄναγρος — the wild ass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όναγρος — ο 1. (ζωολ.), για τους αρχαίους, ο άγριος όνος. 2. πολεμική μηχανή των αρχαίων για την εκτόξευση μεγάλων λίθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀνάγρους — ὄναγρος the wild ass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄναγροι — ὄναγρος the wild ass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • онагр — дикий осел , церк., русск. цслав. онагръ ὄναγρος. Из греч. ὄναγρος – то же; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 261; Гр. сл. эт. 135 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • ονάγριον — ὀνάγριον, τὸ (Α) [όναγρος] υποκορ. τού όναγρος …   Dictionary of Greek

  • лошадь — ж., лошевод конокрад , лоша ср. р., лошёнок жеребенок , лошняк годовалый жеребенок , лошак, укр. лоша, род. п. лошати жеребенок , лошак молодой жеребчик , др. русск. лошата и волы (1305 г.; см. Корш, AfslPh 8, 648), обычно лошадь (вариант… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Онагр (метательное оружие) — Запрос «Онагр» перенаправляется сюда. О подвиде дикого осла см. Онагр (дикий осёл). Современная реконструкция онагра. Ложкообразный метательный рычаг модификация нашего времени. Онагр (лат. onagres от др. греч. όναγρος, также скорпион)… …   Википедия

  • Онагр (метательная машина) — Запрос «Онагр» перенаправляется сюда; О подвиде дикого осла см. Онагр (млекопитающее). Изображение онагра с пращой на конце метательного рычага …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”